- καταγελαστικός
- κατα-γελαστικός, ή, όν, zum Verspotten geneigt, adv. spöttisch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καταγελαστικός — καταγελαστικός, ή, όν (Α) [καταγελώ] ο χλευαστικός. επίρρ... καταγελαστικῶς (Α) χλευαστικά, εμπαικτικά … Dictionary of Greek
καταγελαστικῶς — καταγελαστικός satirical adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγελαστικώτεροι — καταγελαστικός satirical masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)